- μύδρος
- ο (Α μύδρος)1. πυρακτωμένος όγκος σιδήρου2. τεμάχιο στερεοποιημένης λάβας το οποίο εκτινάσσεται κατά τις εκρήξεις τών ηφαιστείωννεοελλ.1. στρ. μεταλλική συμπαγής σφαίρα η οποία χρησιμοποιούνταν ως βλήμα τών παλαιών εμπροσθογεμών πυροβόλων2. μτφ. έντονα επιθετικός λόγος, λόγος που αποτελείται από συντριπτικά επιχειρήματα εναντίον κάποιου («η αντιπολίτευση εξαπέλυσε μύδρους κατά τής κυβέρνησης»)αρχ.1. αμόνι από πέτρα ή από μέταλλο2. πυρακτωμένος διάπυρος όγκος από πέτρα ή από μέταλλο3. κάθε όγκος μετάλλου («μύδρον σιδήρεον κατεπόντωσαν», Ηρόδ.)4. μτφ. σκληρός5. φρ. «μύδρους αἴρειν χεροῑν» — κρατώ πυρακτωμένο σίδηρο στα χέρια σε πράξη θεοδικίας για να αποδείξω την αθωότητά μου.[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Πρόκειται πιθ. για παρ. τού μυδάω*, που εμφανίζει επίθημα -ρος, οπότε η λ. μύδρος θα είχε αρχικά τη σημ. «λειωμένη, ρέουσα μεταλλική μάζα»].
Dictionary of Greek. 2013.